Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Από το ημερολόγιο μου ΙV


Ημέρα Τέταρτη

Μεσημέρι. 
Δεν αντέχεται η ζέστη.
Πάνω στο γραφείο μου διάφορα βιβλία.
Σεφέρης, Ελύτης, Λόρκα, Ρεμπώ.
«Η ποίηση όσο απελπισμένη κι αν είναι 
μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, 
από την ταραχή των παθών» 
γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές.
Μας σώζει όμως; Σκεφτείτε.
Ο χρόνος τρέχει.
Μου είναι αδύνατο να βρίσκομαι μες στους ανθρώπους πιο συχνά.
Άθραυστο τζάμι στο παράθυρο. 
Κλειδαριές ασφαλείας στις πόρτες.
Κλειδαριές ασφαλείας και στη ζωή.
Δεν τολμώ ν’ ανοίξω.
Θα καθίσω λίγο ακόμα στο παράθυρο 
κι όπως θα βλέπω τον κόσμο να περνάει
μπορεί να φανταστώ κιόλας πως περπατώ ανάμεσα τους,
γιατί δεν έχει σημασία αν είσαι μόνος ή με παρέα,
σιγά σιγά συνηθίζεις αυτό που έχεις.

Κασιώτη Δέσποινα ©

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Από το ημερολόγιο μου ΙΙΙ

Ημέρα Τρίτη

Η ζωή είναι πολύ σοβαρή.
Στο Νησί γέμισαν τα σοκάκια σοβαρούς ανθρώπους.
Απ’ το παράθυρο δεν αντικρίζω πια παρά μόνο σοβαρά πρόσωπα.
Το κάθε βήμα τους βαρύ.
Ένα δάκρυ ξεφεύγει γίνεται λυγμός.
Λες και έφταιξα γίνεται ποτάμι.
Το γαλάζιο της θάλασσας σ’ ένα ποτήρι
διάφανο.

Τις νύχτες ίσως φταίει το σκοτάδι που ξυπνώ χαράματα 
ιδρωμένη.
Το μελτέμι του Αυγούστου
γενναιόδωρο
ανάσα δροσιάς για το Νησί.

Η ζωή είναι πολύ σοβαρή.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο
που κάθε μέρα δίπλα στο παράθυρο
συνειδητά
πρώτα την περιγράφω στο χαρτί
και ύστερα τη ζω.

Κασιώτη Δέσποινα©

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Από το Ημερολόγιο μου ΙΙ



Ημέρα Δεύτερη

Ο ήλιος ξαπλώνει τα πρωινά πάνω απ’ το νησί.
Χρυσός καθρέφτης το γαλάζιο να αντικρίζεις τον κόσμο φωτεινό.
Στη λάμψη του αναθεωρείς όλα τα σκοτάδια.
Ένα βήμα και λούζεσαι στη φωτιά
τα πρέπει εξακολουθούν να γυρεύουν τη θέση τους στα τυφλά
παραπατούν.
Μη ρωτάς «πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια;».
Τι αναζητάει η ψυχή δεν κατάλαβες ακόμα.
Τόσα πολλά θέλω και η νύχτα δυο βήματα πιο πέρα
να περιμένει
ποιος δρόμος είναι δικός σου
να θυμηθείς
ή  
να εγκαταλείψεις.

Κασιώτη Δέσποινα ©

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Ρόδος (μοναξιά μου)



Σε τούτη τη θάλασσα
έχω αφήσει κρυφά μες στα κύματα
επιθυμίες και λαχτάρες
Τα όνειρα μου
τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων
για να της μοιάζουν
Εκείνη μου χάρισε ένα κοχύλι της
να θυμάμαι– κι έτσι
μπορώ να συγχωρώ τη μοναξιά
Η ζωή θα έπρεπε να ‘ναι η μυρωδιά της
κάθε που ανασαίνω
να την νιώθω μέσα μου
Μόνο αν φύγω θα σωθώ
από τούτη τη θάλασσα
μέχρι τότε όμως
έχω πάντα
το τραγούδι των γλάρων
ένα αεράκι δροσιάς
όσο θέλω γαλάζιο
Η Ρόδος
φάρος σταθερός
Η μοναξιά καράβι
σιμώνει μέρα τη μέρα
τα βράδια στο κατάστρωμα
λαθρεπιβάτης η ψυχή
παρέα με τα θαύματα τ’ ουρανού
να εύχεται για ούριο άνεμο.

Κασιώτη Δέσποινα©

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Από το ημερολόγιο μου Ι



Ημέρα Πρώτη

Ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία.
Ο τόπος όμως μεγάλη.
Σ’ ένα σπίτι βουβό, πίσω από κλειστά παράθυρα.
(Ευτυχώς για μένα με τραβηγμένη την κουρτίνα.)

Περνάνε πολύ αργά οι μέρες όταν βλέπεις τη ζωή πίσω από ένα παράθυρο να προσπερνάει χωρίς να νοιάζεται αν υπάρχεις.
Απ’ έξω περαστικοί που βιάζονται κάπου να φτάσουν δίχως να σταματούν λεπτό, δίχως να κοιτάνε γύρω τους για ανθρώπους εγκλωβισμένους και κλειστά παράθυρα.
Θέλεις να φωνάξεις, μα η φωνή σου τις περισσότερες φορές δεν φτάνει μέχρι έξω.

«Ε! Εσύ που περνάς βιαστικός και δε γυρνάς ούτε λεπτό, πες μου πού πας; Θέλω κι εγώ κάπου να πάω. Βιαστικά χωρίς να σταματώ λεπτό. Θέλω κι εγώ να έχω ένα προορισμό στη ζωή μου, κάπου  να πηγαίνω, κάπου να φτάνω κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή να ξεκινώ για κάπου πιο πέρα, πιο μακριά, πιο βιαστικά.»

Γυρίζω το βλέμμα μου στον ουρανό.
Ο ήλιος από ψηλά σαν να μου γνέφει συνωμοτικά· εδώ είμαι εγώ να σε φωτίζω, θα βρεις το δρόμο σου.
Μα εγώ βλέπω γύρω μου μονάχα σκοτάδι.
Μόνιμα καθισμένη πλάι στο παράθυρο να περιμένω.

Αν με ρωτήσεις τι περιμένω δεν έχω κάτι να σου πω. Απλά περιμένω.

Ίσως τη ζωή να μου δείξει το δρόμο, ίσως το δρόμο να μου δείξει τη ζωή.
Ίσως αυτό το κάπου, να έρθει να με βρει.
Ίσως να μου γνέψει, ίσως να το ακολουθήσω, ίσως να το βρω.
Να γίνω εγώ ένας βιαστικός περαστικός.
Να μου φωνάζουν άνθρωποι απ’ τα κλειστά παράθυρα μια μέρα…


«Στάσου! Πού πας; Θέλω να ρθω μαζί σου»

Κασιώτη Δέσποινα ©